-
1 угарный
угарный 1επ. βρ: -рен, -рна, -рно του διοξειδίου του άνθρακα•угарный запах η μυρουδιά του διοξειδίου του άνθρακα.
|| που περιέχει διοξείδιο του άνθρακα•угарный воздух αέρας με διοξείδιο του άνθρακα.
|| μτφ. παράφορος, ακράτητος, αχαλίνωτος, έξαλλος φρενήρης.εκφρ.угарный газ – μονοξείδιο του άνθρακα.угарный 2επ.που αποβάλλει πολύ βάρος με τη θέρμανση. -
2 сибиреязвенный
επ.του άνθρακα•-ая эпидемия επιδημία άνθρακα.
|| κατά του άνθρακα•-ая прививка εμβόλιο κατά του άνθρακα.
|| ασθενής από άνθρακα, ανθρακοπροσβλημένος•-ые животные ανθρακοπροσβλημένα ζώα.
-
3 газ
το αέριοсбрасывать - (авто) μειώνω/ρίχνω την ταχύτηταблагородный - ευγενές/αδρανές -болотный - των ελών/βάλτων, το μεθάνιοвредный - επιβλαβές -, βλαβερό -выхлопной - εξαγωγής, το καυσαέριοгремучий - εκρηκτικό -, ελώδες -сжиженный - υγροποιημένο -, το υγραέριο-ядовитый - τοξικό/δηλητηριώδης -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газ
-
4 угар
I.тех. η απώλεια/μείωση του βάρους (λόγω καύσης).II. 1. (удушливый ядовитый газ, угарный газ) το μονοξείδιο του άνθρακα 2. (болезненное состояние при отравлении угарным газом) η δηλητηρίαση από το μονοξείδιο του άνθρακα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угар
-
5 угар
-
6 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
7 комбайн
η μηχανή των σύνθετων εργασιώντο κομπάιν (ξεν.)кукурузоуборочный - συλλεκτική - του αραβόσιτου/καλαμποκιού(ξεν.)кухонный - το συγκρότημα τωνοικιακών συσκευών της κουζίνας, разг. τοπολυμίξερ (ξεν.)силосоуборочный - του σανού(ξεν.)угольный - του άνθρακα/κάρβουνου(των ορυχείων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комбайн
-
8 баллон
1. (ёмкость) το δοχείο, η φιάλη- κινδύνουпротивопожарный ав. - της πυρόσβεσηςпусковой ав. - εκκίνησης2. (часть электровакуумного прибора) о βολβ/ός, το περίβλημα 3. (шина автомобиля) о αεροθάλαμος 4. (аэростата) η αερόσφαιρα (του αερόστατου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баллон
-
9 бункер
1. мор. (топливная цистерна) η αποθήκη καυσίμωνугольный - του άνθρακα, η ανθρακαποθήκη2. мор. (топливо) τα καύσιμα (για εφοδιασμό του πλοίου) 3. (для хранения сыпучих и кусковых материалов) η αποθήκη, το αμπάρι- для скрапа мет. - παλιοσίδηρων- με σκραπРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бункер
-
10 газирование
η προσθήκη διοξειδίου του άνθρακα, η έκθεση στη χημική δράση του αέρα, ο «αερισμός».Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газирование
-
11 огнетушитель
ο πυροσβεστήραςщёлочно-кислотный - αλκαλικού οξέος. огнеупор το πυρίμαχο (υλικό)легковесный - ελαφρόβαρο/ελαφρύβαρο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > огнетушитель
-
12 содержание
1. (то, что излагается, изображается, содержимое) τα περιεχόμενα, ο πίνακας των περιεχομένων 2. (наличие вещества в смеси, сплаве и т.п.) η περιεκτικότητα 3. (уход) η συντήρηση, η διατήρηση 4 (денежное вознаграждение за работу, службу) οι αποδοχές, о μισθός 5. (лоп, филос.) η ύπαρξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > содержание
-
13 выделить
ρ.σ.μ.1. ξεχωρίζω•выделить слабых учеников ξεχωρίζω τους αδύνατους μαθητές.
|| διακρίνω, κάνω να φαίνεται, να ξεχωρίζει• υπογραμμίζω, τονίζω, σημειώνω•выделить цитату особым шрифтом υπογραμμίζω περικοπή με ιδιαίτερα γράμματα.
2. παραχωρώ•выделить часть имущества παραχωρώ μέρος της περιουσίας.
3. εκκρίνω, βγάζω•выделить пот βγάζω ιδρώτα.
|| παράγω•выделить углекислый газ βγάζω μονοξείδιο του άνθρακα.
4. (στρατ.) αποσπώ•выделить отряд αποσπώ τμήμα, βγάζω απόσπασμα.
1. χωρίζω•женатые сыновья -лись из отчовской семьи τα παντρεμένα παιδιά χώρισαν από τον πατέρα (ή τους γονείς).
|| διακρίνομαι, ξεχωρίζω•его голос -лся громче всех η φωνή του ξεχώρησε βροντερότερη απ’ όλες.
2. εκκρίνομαι, βγαίνω•-лаоь слюна βγήκε σάλιο.
|| παράγομαι. -
14 газ
газ 1-а (-у), προθτ. на газе, к. (απλ.) на -у а.1. αέριο, γκάζι•гремучий-κροτόν αέριο•
угарный газ μονοξείδιο του άνθρακα•
газ рудничный αέριο ορυχείων, μοφέτα•
слезоточивый газ δακρυγόνο αέριο•
светильный газ φωταέριο ή ανθρακαέριο ή αεριόφως•
удушливый газ ασφυξιογόνο αέριο•
выходные -ы τα αέρια εξαγωγής’ природный газ φυσικό αέριο•
болотный газ ελειογενές αέριο ή ελώδες αέριο ή μεθάνιο.
2. πλθ. газы, -ов τα αέρια του στομάχου και των εντέρων.εκφρ.дать газ – πατώ γκάζι (αυξαίνω τις στροφές μηχανής)•сбавить - – ελαττώνω το γκάζι (τις στροφές)•на полном -е ή -у – μ’ όλο το γκάζι (μ’ όλη την ταχύτητα).газ 2-а (-у) α.γάζα, ύφασμα λεπτό. -
15 угольный
угольный 1επ.1. ανθρακικός, του άνθρακα, του κάρβουνου•-ая промышленность ανθρακο-βιομηχανία•
угольный сарай αν θρακαποθήκη•
-ая пыль καρβουνόσκονη.
|| ανθρακοφόρος•угольный бассейн ανθρακοφόρο λεκανοπέδιο.
2. με γραφίδα ανθρακο-γραφίας•угольный рисунок ανθρακογράφημα, -φία.
εκφρ.- ая кислота – ανθρακικό οξύ.угольный 2επ.1. βλ. угловой.2. ουσ. -ая θ. γωνιακό δωμάτιο. -
16 атом
το άτομοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > атом
-
17 газировать
προσθέτω αέριο/ανθρακικό (διοξείδιο του άνθρακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газировать
-
18 обезуглероживание
η εξανθράκωση ή αφαίρεση του άνθρακα από τον χάλυβαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обезуглероживание
-
19 обогащение
1. (денежное) о πλουτισμός 2. (руды) о εμπλουτισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обогащение
-
20 отбойка
горн. η απόσπαση, το σπάσιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отбойка
См. также в других словарях:
άνθρακας ή νόσος του άνθρακα — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο βακτηρίδιο ή βάκιλο του ά., μικρόβιο που παράγει σπόρους ανθεκτικότατους στους φυσικούς και χημικούς παράγοντες. Προσβάλλει συνήθως πρόβατα, χοίρους, βοοειδή και άλογα, και γι’ αυτό μπορεί να… … Dictionary of Greek
διοξείδιο του άνθρακα — Αέριο (CO2) που βρίσκεται ελεύθερο στη φύση και είναι βαρύτερο από τον αέρα. Βλ. λ. άνθρακας … Dictionary of Greek
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… … Dictionary of Greek
Πιλτντάουν, άνθρωπος του- — Πλαστό απολίθωμα ανθρώπου, η ανακάλυψη του οποίου αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες απάτες στην ιστορία της επιστήμης. Στις 18 Δεκεμβρίου του 1912, ο γεωλόγος Κ. Ντόσον και ο παλαιοντολόγος Σ. Γούντγουορντ παρουσίασαν στη Γεωλογική Εταιρεία του… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek